- σποδοκράμβη
- σποδο-κράμβη, ἡ,A cabbage-ash, -ης ὕδωρ crude potash water, Zos.Alch.p.226 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σποδοκράμβη — ἡ, ΜΑ σποδός κράμβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + κράμβη «λάχανο»] … Dictionary of Greek
σποδοκράμβης — σποδοκράμβη cabbage ash fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)